- τροχοβόλος
- τροχο-βόλος, ὁ,A = τροχαστής, PMasp.139 (p.53) (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροχοβόλος — ὁ, Α τροχαστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + βόλος (<βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] … Dictionary of Greek